«Δεν είμαι έτοιμος να διαιρέσω τον λαό σε κομμάτια» είπε ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, απευθυνόμενος στο λαό την Δευτέρα το απόγευμα, ανακοινώνοντας το προσωρινό «πάγωμα» των δικαστικών μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν σε έντονες λαϊκές αντιδράσεις και στην παράλυση της χώρας.
Ωστόσο, τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων ανέδειξαν ακριβώς αυτό: το βαθιά διχαστικό ταυτοτικό ζήτημα του κράτους του Ισραήλ μεταξύ των θρησκευόμενων συντηρητικών και των πιο φιλελεύθερων, συνήθως αριστερών αντιλήψεων, κοσμικών.
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις πρόκειται να συζητηθούν στις καλοκαιρινές εργασίες της Κνεσέτ (βουλής) με σκοπό να «φτάσουμε στους στόχους μας με ευρεία συναίνεση» είπε ο κ. Νετανιάχου. Δηλαδή το αφήνουμε για τώρα και βλέπουμε πώς θα το λύσουμε μετά. Η συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων ακύρωσε την απεργία που είχε κηρύξει και το κράτος σήμερα θα λειτουργήσει ομαλά.
Όμως η προσωρινή λύση που δόθηκε είναι μεσοβέζικη και δεν ικανοποιεί στην πραγματικότητα καμία πλευρά. Ταυτόχρονα αποτελεί μία νίκη για όλους όσους ήταν κατά των μεταρρυθμίσεων. Οι φιλελεύθερες φωνές της χώρας βρήκαν τη φωνή τους, παρότι δεν υπάρχει αρχηγός να τους εκπροσωπεί. Μένει να φανεί πώς θα επηρεάσουν τα πρόσφατα γεγονότα το πολιτικό μέλλον του Ισραήλ.
Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε το 1948 υπό την ηγεσία του κοσμικού σοσιαλιστή Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν. Για τρεις δεκαετίες επικρατούσε η κοσμική κεντρο-αριστερά, ενώ σταδιακά αυξήθηκε η δύναμη της θρησκευτικής δεξιάς. Τις τελευταίες δεκαετίες η κεντρο-αριστερά έχει χάσει τη δύναμή της και θεωρεί την δικαστική εξουσία ως το τελευταίο της προπύργιο απέναντι στην θρησκευτική δεξιά.
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος
Η αναθεώρηση του δικαστικού συστήματος που έχει προτείνει η κυβέρνηση μειώνει τη δύναμη των δικαστηρίων και επιτρέποντας στην κυβέρνηση να παρακάμπτει αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Στο Ισραήλ δεν υπάρχει γραπτό σύνταγμα και άνω βουλή. Το δικαστικό σύστημα και ιδίως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τον ρόλο του ελέγχου των εξουσιών στο πολιτικό σύστημα και στην υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στις αλλαγές που έχουν προταθεί η κυβέρνηση θα μπορεί να έχει έλεγχο στον διορισμό των ανώτατων δικαστών και θα δίνει το δικαίωμα στην Κνεσέτ να παρακάμπτει αποφάσεις δικαστηρίων που ακυρώνουν νόμους.
Γιατί προτάθηκαν αυτές οι αλλαγές τώρα;
Ο συνασπισμός της κυβέρνησης που δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2022, μετά από πέντε εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε τρία χρόνια, από τις οποίες δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί σταθερή κυβέρνηση, είναι η πιο δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του ισραηλινού κράτους.
Οι προτεινόμενος αλλαγές στο δικαστικό σύστημα έχουν να κάνουν με τη σύνθεση και την ατζέντα αυτής της κυβέρνησης και προτάθηκαν από πολέμιους του Ανώτατου Δικαστηρίου, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν, στενό συνεργάτη του Νετανιάχου και τον σιωνιστή Σίμτσα Ρόθμαν, που προεδρεύει στην Επιτροπή Νόμου και Δικαιοσύνης της Κνεσέτ.
Ενδεικτικά, πολλοί στη δεξιά θυμούνται με μεγάλη δυσαρέσκεια τις αποφάσεις του Δικαστηρίου για τη μονομερή απόσυρση του Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας το 2005.
«Ο ίδιος ο Νετανιάχου δεν έχει στην καρδιά του αυτές τις αλλαγές. Πάντα ήταν πολύ προσεκτικός απέναντι στο Ανώτατο Δικαστήριο» λέει στο Liberal ο καθηγητής Εφραΐν Ινμπάρ, του Ινστιτούτου της Ιερουσαλήμ για τη Στρατηγική και την Ασφάλεια.
Αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις
Από την αρχή που προτάθηκαν οι δικαστικές μεταρρυθμίσεις, πριν δύο μήνες, υπήρξαν αντιδράσεις, οι οποίες σταδιακά κλιμακώθηκαν.
Ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Γιοαβ Γκαλάντ, το περασμένο Σάββατο, μίλησε ανοιχτά κατά των προτεινόμενων αλλαγών στο δικαστικό σύστημα λέγοντας ότι ο διχασμός διαρρέει στους στρατιωτικούς και στους αμυντικούς θεσμούς, ότι αυτό αποτελεί απειλή άμεσα και ξεκάθαρα την ασφάλεια της χώρας και ζήτησε να παγώσει η διαδικασία. Ο Νετανιάχου τον απέλυσε την Κυριακή (αν και δεν είναι βέβαιο ότι στην πράξη έχει «απολυθεί») με αποτέλεσμα να κορυφωθούν οι κινητοποιήσεις.
Εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί βγήκαν στους δρόμους. Το κράτος ουσιαστικά παρέλυσε αφού εργατικά σωματεία, νοσοκομεία και πανεπιστήμια συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Το αεροδρόμιο και κεντρικές οδικές αρτηρίες έκλεισαν. Έφεδροι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπηρετήσουν ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Τι πιστεύουν οι πολέμιοι των μεταρρυθμίσεων
Οι διαδηλωτές και η αντιπολίτευση ισχυρίζονται ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν στις δημοκρατικές αξίες της χώρας, τη διάκριση των εξουσιών και την πολιτικοποίηση του δικαστικού συστήματος.
Υποστηρίζουν ότι θα δώσει τη δυνατότητα στους υπερορθόδοξους και τις σιωνιστικές ομάδες να εμβαθύνουν το ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία.
Επίσης, θα μπορούσε να δώσει δύναμη στους υπερεθνικιστές στα παλαιστινιακά κατεχόμενα εδάφη, σε μία περίοδο που υπάρχει ήδη εκτεταμένη βία. Θεωρούν τις μεταρρυθμίσεις βαθιά αντιδημοκρατικές, ότι αγγίζουν την «ψυχή» του κράτους, την ώρα που ο ίδιος ο Νετανιάχου είναι αντιμέτωπος με ποινικές κατηγορίες διαφθοράς.
Σε αυτό το κλίμα ήταν η πολύ προσεκτικά διατυπωμένη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου με την οποία προέτρεπε την κυβέρνηση του Ισραήλ να βρει άμεσα ένα συμβιβασμό μεταξύ της προτεινόμενης αναθεώρησης του δικαστικού συστήματος και της λαϊκής βούλησης. Στην ανακοίνωσή του αναφέρει μεταξύ άλλων τις δημοκρατικές αξίες, οι οποίες ήταν πάντα και πρέπει να παραμείνουν ορόσημο της Αμερικανο-Ισραηλινής σχέσης.
Η θέση της κυβέρνησης υπέρ των μεταρρυθμίσεων
Η κυβέρνηση από την πλευρά της υποστηρίζει ότι αυτές τις αλλαγές είναι μία διαδικασία απαραίτητη, που ήδη έχει καθυστερήσει, για να ισορροπήσει ξανά τη δύναμη ανάμεσα στην εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία.
«Λένε ότι πρόκειται για μάχη υπέρ της δημοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μάχη δύναμης. Στη μεσαία τάξη δεν αρέσει το πώς εξελίσσεται δημογραφικά το Ισραήλ», είπε ο κ. Ινμπάρ, εννοώντας ως προς το δημογραφικά την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που είναι βαθιά θρησκευόμενος.
Γιατί ο Νετανιάχου προχώρησε στο προσωρινό «πάγωμα» της μεταρρύθμισης;
Η πίεση από τον λαό, το κράτος που παρέλυσε, η απειλή στην ασφάλεια της χώρας, η δήλωση των Αμερικανών και ο φόβος διάλυσης της κυβέρνησης οδήγησαν την κυβέρνηση του Νετανιάχου σε αυτήν την προσωρινή λύση. Οι προτεινόμενες αλλαγές ανέδειξαν και τις διαφορές που υπάρχουν μέσα στην κυβέρνηση συνασπισμού του Νετανιάχου.
Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πώς αντιδρούν τα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού. Παρά τις σημαντικές λαϊκές αντιδράσεις, μέχρι και τώρα, μέλη του συνασπισμού υποστηρίζουν να προχωρήσει η μεταρρύθμιση ως έχει.
Κάποιοι απείλησαν να παραιτηθούν, ενώ άλλοι προτρέπουν όσους είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων να βγουν στους δρόμους. Κάποιοι όμως δεν ήταν θετικοί απέναντι στις μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνοχή.
Ο κ. Ινμπάρ εκτιμά ότι αυτή η κυβέρνηση είναι πολύ «νέα» και «κανείς δε θέλει να πάρει το ρίσκο στην πραγματικότητα να διαλυθεί ο συνασπισμός και να χάσει την εξουσία».
Η επόμενη μέρα
Η επόμενη μέρα στο Ισραήλ θα ξεκινήσει πιο ήρεμα όμως τίποτα δεν έχει λυθεί. Έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου που έφεραν στην επιφάνεια το διχασμό της κοινωνίας της χώρας. Η κοσμική κεντροαριστερά απέκτησε προσωρινά δύναμη και θα φανεί αν θα την αξιοποιήσει με κάποιο τρόπο. «Τώρα που ξεκίνησαν, δεν ξέρουμε πού θα σταματήσουν», σχολίασε χαρακτηριστικά ο κ. Ινμπάρ.
Η κυβέρνηση συνασπισμού του Νετανιάχου έχει μπροστά της ένα πολύ δύσκολο έργο –να βρει συναίνεση σε ένα θέμα που οι απόψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Το λιγότερο, η επόμενη μέρα στο Ισραήλ θα είναι ενδιαφέρουσα.
Η συνέντευξη δόθηκε στην Μαριλίζα Αναστασοπούλου και δημοσιεύθηκε στο Liberal