H βαριά ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις 4 Οκτωβρίου, δύο μόλις χρόνια ύστερα από την άνετη επανεκλογή της, αποτελεί ασυνήθιστη εξέλιξη για τα μεταπολιτευτικά μας χρονικά και αποκαλύπτει μια αναπάντεχη πολιτική ρευστότητα. Η εκλογική συρρίκνωση, η παγίωση και ελαφρά ενίσχυση του ΛΑΟΣ, ενός νέου πόλου στα δεξιά της Ν.Δ., και η δρομολόγηση της εκλογής νέου αρχηγού πυροδοτούν τη συζήτηση για το μέλλον της κεντροδεξιάς στην Ελλάδα.
Αν και προς το παρόν αυτή αφορά κυρίως πρόσωπα και διαδικασίες, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τόσο τα πρόσωπα όσο και οι διαδικασίες εμφορούνται και σηματοδοτούν το δικό τους ιδιαίτερο ιδεολογικό στίγμα. Παρά τους διαξιφισμούς, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά, αλλά και τα ευρωπαϊκά, κομματικά δεδομένα: μια ανοιχτή, ανταγωνιστική εκλογή από τη βάση χωρίς δακτυλίδια και αρχηγικά προβαδίσματα.
Είναι προφανές ότι αν το εγχείρημα πετύχει, κάτι που θα εξαρτηθεί από τον βαθμό προσέλευσης των εν δυνάμει εκλεκτόρων στην ψηφοφορία, θα έχει προχωρήσει η μετεξέλιξη της Ν.Δ. σε έναν νέο κομματικό οργανισμό, διαφορετικό από τη Ν.Δ. του 1984 ή του 1997.
Η Ν.Δ. καλείται να επαναπροσδιοριστεί και να εκσυγχρονιστεί. Σε αυτήν την αναζήτηση της ταυτότητάς της, καλό είναι να θυμόμαστε ότι όλα τα κόμματα πάσχουν από ιδεολογικές συγχύσεις. Ακόμα και το άρτι νικηφόρο ΠΑΣΟΚ απέτυχε να εκλέξει ομαλά τον γραμματέα του, διχασμένο όπως είναι ανάμεσα στον Γιώργο και τον Ανδρέα.
Ο ΛΑΟΣ αποφεύγει να προσδιοριστεί, ο ΣΥΝ σπαράσσεται από εσωτερικές αντιθέσεις, αλλά ακόμα και το ΚΚΕ έχει εκλέξει βουλευτές που είναι περισσότερο τηλε-περσόνες α λα ΛΑΟΣ, παρά καθαρόαιμοι ιδεολόγοι του μαρξισμού.
Η ιδεολογική σύγχυση και ο εκλεκτικισμός αποτελούν φαινόμενο της εποχής και αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη, ιδίως μετά το 1989. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η παγκοσμιοποίηση θέτουν αυστηρό πλαίσιο για όλα τα κόμματα εξουσίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ιδέες δεν μετράνε ούτε ότι σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας χωράνε όλοι. Μια τέτοια αντίληψη είναι καθεστωτική και καθόλου δημοκρατική. Η δημοκρατία βασίζεται στην επιλογή. Και η επιλογή στηρίζεται στη διαφορετικότητα των πολιτικών προτάσεων των αντίπαλων κομματικών φορέων.
Είναι αλήθεια ότι η Ν.Δ., όπως πολλά αδελφά της κόμματα στην Ευρώπη, περικλείει τόσο τη λαϊκή δεξιά όσο και το φιλελεύθερο κέντρο. Μέχρι πρόσφατα οι «λαϊκοί» αποτελούσαν τον πυρήνα, ενώ οι «φιλελεύθεροι» το ζητούμενο για την κυβερνητική πλειοψηφία. Η αρχηγία Καραμανλή χαρακτηρίστηκε από την ομαλή συνύπαρξη των δύο, με θυσία όμως, σε μεγάλο βαθμό, του μεταρρυθμιστικού της σθένους, στη βάση του μικρότερου κοινού παρανομαστή και της αποφυγής του πολιτικού κόστους.
Είναι, τέλος, αλήθεια ότι η Ν.Δ. διακατέχεται από μια αμηχανία, αν όχι δυσπιστία, προς τις ιδεολογίες γενικά. Παρά τη δικαίωσή της μετά το 1989, η Ν.Δ. θεωρεί λανθασμένα τον χώρο των ιδεών προνόμιο της Αριστεράς. Εμπλεη ενοχών, η Ν.Δ. έχει συστηματικά αποφύγει την αντιπαράθεση στη μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς. Η Ελλάδα στερείται μιας αξιόπιστης συντηρητικής ιντελιγκέντσιας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, και η Ν.Δ. ουδέποτε επένδυσε σοβαρά στη διανόηση.
Στις σημερινές συνθήκες, όπου η συντριπτική πλειοψηφία αποδέχεται τόσο την «αγορά» όσο και το «κοινωνικό κράτος» και το ΠΑΣΟΚ έχει προσχωρήσει αναφανδόν στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ποια ξεχωριστή πρόταση μπορεί να κομίσει η Ν.Δ.; Ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός» δεν διαφέρει από τη «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία». Γενικόλογες αναφορές στη «συνείδηση», το «ήθος» ή το «έθνος» έχουν πολλάκις χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από πολλούς «κατεργάρηδες» και δεν λύνουν το πρόβλημα.
Το κεντρικό πολιτικό ζήτημα της χώρας σήμερα είναι ο ρόλος του κράτους. Το μεγάλο, πλαδαρό, ακριβό και αναποτελεσματικό κράτος γεννά τη διαφθορά και απομυζά τη δημιουργικότητα του Ελληνα. Απέναντι στις συντεχνίες και τα κάθε είδους συμφέροντα που το έχουν προ πολλού ιδιοποιηθεί, η Ν.Δ. οφείλει να υπερασπιστεί την επανα-δημοσιοποίηση της αποστολής του κράτους, μέσα από τη συρρίκνωση και τον εξορθολογισμό του.
Από το σημερινό δαιδαλώδες κράτος-δίκτυο ιδιωτικών συμφερόντων υπό δημόσιο μανδύα πρέπει να περάσουμε σε ένα κράτος-μοχλό ανάπτυξης και αποτελεσματικής διαχείρισης των δημόσιων αγαθών προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων που έχουν προνομιακή πρόσβαση στην εξουσία. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να βράζουμε στο ζουμί του χρέους, της σπατάλης, της αναξιοκρατίας και του ακαταλόγιστου των ευθυνών.
Αυτή την πρόταση χρειάζεται η ελληνική κοινωνία και η Ν.Δ. μπορεί να κομίσει.
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.