Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρξε μόνο ο ηγέτης που σφράγισε την πορεία της Ελλάδας μεταπολεμικά, αλλά και ο μεγάλος πολιτικός που ευτύχησε να δει το έργο του να αναγνωρίζεται από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ωστόσο, οι αντίπαλοί του, κυρίως στην Αριστερά, δεν έπαψαν να επιχειρούν την «περιχαράκωση» και το «ψαλίδισμα» του φαινομένου Καραμανλή. Επειδή μια κατά μέτωπο αμφισβήτηση των καραμανλικών επιτευγμάτων όπως είναι η ευρωπαϊκή πορεία, ο εκδημοκρατισμός και η οικονομική απογείωση της χώρας, είναι δύσκολη, επινόησαν δύο στρατηγικές έμμεσης αμφισβήτησης.
Η πρώτη στρατηγική χωρίζει τον Καραμανλή σε δύο περιόδους: στον μετεμφυλιακό Καραμανλή πριν από τη χούντα και στον ευρωπαϊκό Καραμανλή της μεταπολίτευσης. Για την ελληνική Αριστερά, η μαρτυρολογία του Εμφυλίου αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ταυτότητάς της και η ένταξη του Καραμανλή στα, κατά την Αριστερά, «πέτρινα χρόνια» των δεκαετιών του 1950 και 1960 είναι πολλαπλώς σκόπιμη. Βέβαια τα «πέτρινα χρόνια» ήταν λιγότερο «πέτρινα» από ό,τι μεταπολιτευτικά πιστέψαμε. Ηταν χρόνια ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης και σύγκλισης με την Ευρώπη, ενώ εντύπωση θα πρέπει να προκαλεί όχι μόνο η προβληματικότητα του κοινοβουλευτισμού αλλά η ίδια του η ύπαρξη, μετά ένα σφοδρό εμφύλιο πόλεμο και σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης.
Κάθε επιμελής μελετητής του Καραμανλή εντυπωσιάζεται από την εμμονή του Καραμανλή στους μεγάλους στρατηγικούς στόχους που από πολύ νωρίς έθεσε και με συνέπεια υπηρέτησε. Ο Καραμανλής δεν επινόησε την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας την επαύριο της επιστροφής του το 1974. Ηδη από το 1957, το έτος ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, ο Καραμανλής έβαλε πλώρη να εντάξει την Ελλάδα και γρήγορα την κατέστησε το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της Κοινότητας το 1961.
Ο Καραμανλής από νωρίς διέκρινε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και σταθεροποίησης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και πρότεινε τη συνταγματική αναθεώρηση το 1962, πολλά στοιχεία της οποίας επέτυχε να συμπεριλάβει τελικά στο Σύνταγμα του 1975. Ακόμα και στις πολιτικά βεβαρημένες συνθήκες πριν από τη χούντα, συνθήκες για τις οποίες δεν ευθύνονταν και μέσα στις οποίες ήταν αναγκασμένος να λειτουργήσει, ο Καραμανλής συγκρούστηκε με τη λαϊκιστική, δημαγωγική και, εν πολλοίς, «χαρισματική» αντίληψη της πολιτικής που εκπροσώπησαν ηγέτες όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Μακάριος και υπηρέτησε με πάθος την αντίληψή του για την ανάγκη λειτουργίας των θεσμών, ερχόμενος σε αντίθεση ακόμα και με το ίδιο το Παλάτι.
Η δεύτερη στρατηγική περιχαράκωσης του φαινομένου Καραμανλή επιχειρεί να αναδείξει τα λάθη και τις παραλείψεις του μεγάλου ηγέτη, σύμφωνα με τη λογική τού «ουδείς αναμάρτητος». Στα λάθη αυτά συχνά συγκαταλέγονται η αντιπαροχή, η αυτοεξορία του Καραμανλή το 1963, η αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ το 1974 και το Μακεδονικό.
Είναι αλήθεια ότι για την αντιπαροχή γίνεται πολύς λόγος και αποτελεί βασικό συστατικό της αντι-καραμανλικής κριτικής του κυρίαρχου μεταπολιτευτικού αριστερόστροφου πολιτικού λόγου. Ωστόσο, ο λόγος περί αντιπαροχής για να είναι ειλικρινής θα πρέπει να λάβει υπόψη του τουλάχιστον τρεις παραμέτρους.
Β Πρώτον, ότι η αντιπαροχή υπήρχε πριν και συνέχισε να υπάρχει και μετά τον Καραμανλή. Θεσμοθετήθηκε με νόμο της κυβέρνησης Πλαστήρα και γιγαντώθηκε όχι την περίοδο 1955-1963 αλλά την περίοδο 1963-1974.
B Δεύτερον, και σημαντικότερο, ότι η αντιπαροχή εξυπηρέτησε μια τριγωνική σχέση οικοπεδούχου – κατασκευαστή – αγοραστή, σε συνθήκες έλλειψης κεφαλαίων και υπανάπτυξης της τραπεζικής πίστης. Η αντιπαροχή αποτέλεσε τον τρόπο για τη γρήγορη ανοικοδόμηση και στέγαση του πληθυσμού την ώρα που η λαϊκή αποταμίευση και η δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Η ανοικοδόμηση την οποία τροφοδότησε η αντιπαροχή λειτούργησε πολλαπλασιαστικά για την απογείωση της ελληνικής οικονομίας.
Β Τρίτον, η αντιπαροχή παρείχε στα λαϊκά στρώματα φθηνή στέγη, στενά ενταγμένης μέσα στον ιστό των πόλεων. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Ελλάδα ορθώς απέφυγε τη δημιουργία εργατουπόλεων-γκέτο, τα οποία στην πορεία αναδείχθηκαν σε εστίες κοινωνικής περιθωριοποίησης και ανομίας. Σήμερα, χάρη στην ομοιογενή, αν και άναρχη, δομή των ελληνικών πόλεων, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι διευκολύνεται η ένταξη των μεταναστών και η αποφυγή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Γάλλοι με τους μετανάστες των εργατικών μέγα-πολυκατοικιών στην περιφέρεια του Παρισιού. Επίσης, μπορεί κανείς να πει ότι η πυκνότητα οικοδόμησης των ελληνικών πόλεων περιόρισε την δίχως όρια αστικοποίηση της ελληνικής υπαίθρου, μείωσε το κόστος κατασκευής των δικτύων υποδομών εξυπηρέτησης του πληθυσμού και διατήρησε τα κέντρα των ελληνικών πόλεων ζωντανά για τη διαρκή κοινωνικοποίηση των νεοαφιχθέντων, εσωτερικών και εξωτερικών, μεταναστών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται πολλά λάθη. Ομως δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι ο Καραμανλής υπήρξε ο κατεξοχήν Ελληνας ηγέτης που επένδυσε στον μακρόπνοο πολεοδομικό σχεδιασμό και πρώτος δημιούργησε ξεχωριστό υπουργείο Περιβάλλοντος. Το μετρό, η ανάδειξη της περιοχής της Ακρόπολης, η δημιουργία του πνευματικού κέντρου της Αθήνας, η χωροθέτηση του αεροδρομίου και του Ολυμπιακού Κέντρου της Καλογρέζας είναι μερικά μόνο παραδείγματα των σχεδιασμών του, τα οποία ασθμαίνοντας και καθυστερημένα πασχίζουν να ακολουθήσουν οι διάδοχοί του. Συνολικά, ο περιβαλλοντικός απολογισμός της μεταπολεμικής ανάπτυξης, αν και ευάλωτος σε σκληρή κριτική, θα πρέπει να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι η Ελλάδα απέφυγε τις οικολογικές καταστροφές που έπληξαν την Ανατολική Ευρώπη αλλά και πολλά μέρη της Δυτικής. Σήμερα η ελληνική ενδοχώρα και οι ελληνικές θάλασσες είναι σε καλύτερη κατάσταση από το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ο Καραμανλής συχνά συγκρίνεται με τον Βενιζέλο ως οι δύο μεγάλοι ηγέτες της νεώτερης Ελλάδας. Πρόκειται για μια σύγκριση που από νωρίς είχε υπόψη του ο ίδιος ο Καραμανλής. Ο Καραμανλής ανδρώθηκε μέσα στην πόλωση του εθνικού διχασμού και γρήγορα κατανόησε την ανάγκη υπέρβασης και αποφυγής επανάληψής του. Υπήρξε ο κατεξοχήν ανανεωτής και εκσυγχρονιστής του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αντλώντας νομιμοποίηση όχι από την αναμόχλευση παλιών παθών αλλά από τα αποτελέσματα της πολιτικής του. Ο Καραμανλής είχε μελετήσει και διδαχθεί από τη Βενιζελική πολιτεία και προσπάθησε να μην εμπλακεί σε μια επώδυνη σύγκρουση, όπως αυτή στην οποία πρωταγωνίστησε ο μεγάλος Κρητικός. Την ώρα της οξύτατης πόλωσης το 1963 και έχοντας ήδη συγκρουσθεί με τον πολιτειακό άρχοντα, ο Καραμανλής, θέλοντας ακριβώς να αποφύγει το παράδειγμα του Βενιζέλου, προτίμησε να αποχωρήσει θεωρώντας ότι έτσι θα εκτονώσει την κατάσταση. Η ευθύνη για την κλιμάκωση της κρίσης που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου δεν μπορεί παρά να βαραίνει όχι τον ίδιο αλλά όσους άφησε πίσω του.
Την επαύριο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, αμφισβητήθηκε η ίδια η σχέση της Ελλάδας με τους δυτικούς της συμμάχους. Τελικά, παρά τη συναισθηματική φόρτιση της ελληνικής κοινής γνώμης, η ρήξη αποφεύχθηκε, χάρη και στον εκτονωτικό χειρισμό του Καραμανλή της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η ενέργεια αυτή εντασσόταν σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό προσεταιρισμού της Γαλλίας για την υποστήριξη της ενταξιακής πορείας της Ελλάδας στην ΕΟΚ και δεν διακινδύνευε την κρίσιμη ελληνο-αμερικανική σχέση αφού δεν αμφισβητούσε την παραμονή των αμερικανικών βάσεων, για την οποία πρωτίστως ενδιαφέρονταν η Αμερική. Τις βάσεις τις χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο Καραμανλής και η κυβέρνηση Ράλλη για να πετύχουν την επάνοδο στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Τέλος, είναι αλήθεια ότι το Μακεδονικό υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνο πρόβλημα για τον Καραμανλή λόγω και της καταγωγής του. Είναι γνωστή η ανησυχία του Καραμανλή για την αναβίωση ενός προβλήματος που στο παρελθόν αποσταθεροποίησε τη νότια Βαλκανική. Δεν είναι ίσως ευρέως γνωστή η αντίθεση του Καραμανλή με τη μαξιμαλιστική στρέβλωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το κρίσιμο διάστημα των αρχών του 1992, ο Καραμανλής προσπάθησε, με υπομνήματα και επιστολές προς τον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών, να επαναφέρει την ελληνική στρατηγική σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, προσανατολισμένης περισσότερο στο να πείσει του εταίρους της Ελλάδας στο εξωτερικό παρά να διεγείρει την ελληνική κοινή γνώμη στο εσωτερικό. Ομως ο ρόλος του ως Προέδρου δεν μπορούσε παρά να είναι, από το σύνταγμα, περιορισμένος.
Φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Καραμανλή και του χρόνου συμπληρώνονται 10 χρόνια από τον θάνατό του. Είναι ίσως νωρίς για μια πλήρη αποτίμηση του έργου του. Ομως η συζήτηση έχει προ πολλού αρχίσει και θα συνεχίσει και στο μέλλον, αφού η Ιστορία επιφυλάσσει πολλαπλές αναγνώσεις για ηγέτες του μεγέθους του Καραμανλή, ανάλογα με το πλαίσιο, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις της κάθε εποχής.
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής στην Εδρα Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Σχολή Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts στη Βοστώνη.