Οι κοινοβουλευτικές εκλογές στη Σλοβακία των 5.4 εκ. κατοίκων έχουν πολλαπλή σημασία: εθνική, περιφερειακή και ευρωπαϊκή. H δημοσκοπική άνοδος του φιλοπουτινικού λαϊκιστή Ρόμπερτ Φίτσο δημιουργεί ανησυχία για το αν το μέλλον της Σλοβακίας θα είναι η ορμπανοποίηση, καθώς και για την ενότητα της Ε.Ε. απέναντι στην Ουκρανία. Οι εκλογές αυτές σηματοδοτούν την έναρξη της κούρσας των ευρωεκλογών και αποτελούν το πρώτο τεστ της νέας ψηφιακής νομοθεσίας της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και της ανάμειξης της Ρωσίας στην εκλογική διαδικασία.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το λαϊκίστικό αριστερό σοσιαλδημοκρατικό «Smer-SD» («Κατεύθυνση») βρίσκεται πολύ κοντά, μεταξύ 18-20% με το κεντρώο φιλελεύθερο κόμμα «Progresívne Slovensko» (Προοδευτική Σλοβακία- PS) και το κεντροαριστερό Hlas -SD («Φωνή») τρίτο γύρω στο 13-14%. Αυτό σημαίνει ότι τα δύο πρώτα κόμματα θα λάβουν γύρω στις 30 έδρες έκαστο και θα αναζητήσουν συμμαχίες, προκειμένου να φτάσουν τις 76 έδρες από τις 150 συνολικά του κοινοβουλίου, για να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Στη Σλοβακία συνηθίζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας και το πολιτικό σκηνικό είναι αρκετά ρευστό και ασταθές, με πολλές αλλαγές εντός των κομμάτων, δημιουργία νέων, μεταγραφών, εναλλαγών πρωθυπουργών, και μεγάλες αυξομειώσεις ψήφων στις κάλπες.
Με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιστεί, αν σχηματιστεί, ανεξαρτήτως ποιο κόμμα έρθει πρώτο. Αν και το τρίτο δημοσκοπικά κόμμα, ο «ρυθμιστής» πιθανώς, το Hlas, είναι πιο κοντά ιδεολογικοπολιτικά με το Smer, ο αρχηγός του και πρώην πρωθυπουργός Πέτερ Πελεγκρίνι, φιλοδοξεί να ηγηθεί της νέας κυβέρνησης, γεγονός που θα δυσκολέψει οποιαδήποτε συνεργασία. Επίσης, με όποιον και να συνεργαστεί θα χρειαστούν και άλλες συμμαχίες, ενώ αρκετά κόμματα είναι στο όριο να μπουν στη σλοβακική βουλή. Υπάρχει, επίσης, περίπου ένα 20% πιθανότητα να σχηματιστεί τεχνοκρατική κυβέρνηση.
Ο βασικός λόγος που οι εκλογές στη Σλοβακία έχουν βρεθεί στο προσκήνιο είναι η επάνοδος του αμφιλεγόμενου λαϊκιστή φιλορώσου και πρώην πρωθυπουργού (2006-2010 και 2012-2018) Ρόμπερτ Φίτσο, ο οποίος δηλώνει κατά της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, κατά της Ευρώπης και κατά του ΝΑΤΟ.
Ο κ. Andrius Tursa, σύμβουλος της εταιρείας πολιτικού ρίσκου Teneo για την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, εξηγεί στο Liberal, ότι, αναφορικά στην εξωτερική πολιτική «αν έχουμε μία κυβέρνηση της οποίας ηγείται το Smer, θα δούμε μια σαφή στροφή προς τη Μόσχα. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τη Σλοβακία να σταματήσει τις στρατιωτικές προμήθειες στην Ουκρανία, να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, να διατηρήσει την απαγόρευση εισαγωγής σιτηρών και να υιοθετήσει μία εξωτερική πολιτική που θα είναι πιο κοντά στη Βουδαπέστη απ’ ότι στις Βρυξέλλες».
«Σε περιφερειακό επίπεδο, αν καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση το SMER, και το κόμμα PiS (Νόμος και Δικαιοσύνη) παραμείνει στην εξουσία στην Πολωνία, στις εκλογές που θα διεξαχθούν σε δύο εβδομάδες, μαζί με το Fidesz στην Ουγγαρία, θα έχουμε τρεις λαϊκίστικές και συντηρητικές κυβερνήσεις στην Κεντρική Ευρώπη, και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλές προκλήσεις στις Βρυξέλλες», αναλύει ο κ. Tursa.
Ως προς το εσωτερικό της χώρας, ο Ρόμπερτ Φίτσο, ο υπερσυντηρητικός σοσιαλδημοκράτης, βάλλει κατά των ΛΟΑΤΚΙ+, κατά των μεταναστών, παρότι οι αιτήσεις ασύλου είναι πολύ χαμηλές, υπόσχεται ότι θα αυξήσει το βιοτικό επίπεδο, παπαγαλίζει τα αφηγήματα του Κρεμλίνου, εκμεταλλεύεται ό,τι μπορεί προκειμένου να αυξήσει τα ποσοστά του. Είναι ο ίδιος άνθρωπος, που το 2018 η χώρα διαδήλωνε εναντίων του και όλοι πολιτικά τον εγκατέλειψαν, μετά την δολοφονία του 27χρόνου τότε δημοσιογράφου, Γιαν Κούτσιακ, ο οποίος ερευνούσε τη σχέση πολιτικών με την ιταλική μαφία.
Πέντε χρόνια μετά επιστρέφει. Πόσο σημαντικό θα είναι αν κερδίσει; Ο κ. Tursa εξηγεί ότι «σε περίπτωση που κερδίσει το Smer δεν θα αποτελούσε μια σημαντική ένδειξη ότι η πολιτική διάθεση αλλάζει στην Ευρώπη, διότι, σύμφωνα με τις μετρήσεις, η Σλοβακία είναι, ούτως ή άλλως, η πιο φιλοπουτινική χώρα της Ε.Ε.».
Ένα άλλο θέμα που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις Βρυξέλλες είναι η επιρροή του Κρεμλίνου, μέσω παραπληφόρησης, στη διεξαγωγή των εκλογών των χωρών μελών της Ε.Ε, ενόψει και των ευρωεκλογών τον ερχόμενο Ιούνιο.
Η Σλοβακία είναι η πρώτη χώρα που διεξάγει εκλογές μετά την εισαγωγή, στις 25 Αυγούστου, της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί μία «δοκιμαστική περίπτωση» για το πόσο ευάλωτες είναι οι ευρωπαϊκές εκλογές στο «όπλο μαζικής χειραγώγησης πολλών εκατομμυρίων ευρώ» της Ρωσίας, όπως είπε η αρμόδια Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπεύθυνη για τις Αξίες και τη Διαφάνεια, Βέρα Γιούροβα.
Παρά τη συνεργασία των μεγάλων πλατφόρμων, όπως οι Google, Meta και Tik Tok, με εξαίρεση το X (πρώην twitter), το οικοσύστημα της παραπληροφόρησης στη Σλοβακία σήμερα…φτάνει στο ζενίθ του» σύμφωνα με τον Peter Duboczi, του Infosecurity.sk, ενώ 15% των παραπλανητικών αναρτήσεων προέρχονται από λογαριασμούς του Κρεμλίνου.
«Παρότι αυτός ο νόμος θεωρητικά έχει όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες για να εμποδίσει τα fake news, στην πραγματικότητα, σύμφωνα, με τις ως τώρα παρατηρήσεις στη Σλοβακία, το έχει καταφέρει στη χειρότερη περίπτωση γύρω στο 8% και στην καλύτερη κάπου μεταξύ 45-50 %», εξηγεί στο Liberal ο κ. Κωνσταντόνος Κορίκης, ειδικός στην Ψηφιακή Στρατηγική και Επικοινωνία.
«Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι δύο» μας επεξηγεί ο κύριος Κορίκης. «Ο πρώτος είναι ότι οι πλατφόρμες δεν έχουν επαρκές δυναμικό, κυρίως ανθρώπινους πόρους, που να γνωρίζουν την τοπική γλώσσα και διάλεκτο, γιατί μόνο έτσι μπορούν να καθορίσουν πότε κάτι είναι ψεύτικο. Ο δεύτερος και σπουδαιότερος λόγος είναι ότι όλος αυτός ο λόγος μίσους και τα fake news προέρχονται από τους ίδιους τους πολιτικούς και τα ανεβάζουν οι ίδιοι στα κοινωνικά δίκτυα. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο για μία πλατφόρμα, όπως είδαμε και στην περίπτωση Τραμπ, να απαγορεύσει το περιεχόμενο ή να τιμωρήσει έναν πολιτικό σύμφωνα με τους όρους περιεχομένου της, γιατί αυτό θα θεωρηθεί εμπλοκή στην εκλογική διαδικασία».
Επίσης, ο κ. Tursa, επισημαίνει ότι «η Σλοβακία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στη ρωσική προπαγάνδα και παραπληροφόρηση λόγω του ευνοϊκού κοινού αισθήματος προς τη Ρωσία και της εκτεταμένης απογοήτευσης από το πολιτικό σύστημα και τους κρατικούς θεσμούς για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, την εξάλειψη των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της διαφθοράς.»
Η συνέντευξη δόθηκε στην Μαριλίζα Αναστασοπούλου και δημοσιευθηκε στο Liberal