Ο πρύτανης του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας, του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μυλόπουλος, κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα του νέου νόμου για τα ΑΕΙ. Ο ίδιος είναι ζωντανή απόδειξη και υπέρμαχος ενός συστήματος που οδήγησε τα πανεπιστήμια στη σημερινή τους ανυποληψία. Η «ανυπακοή» του, μαζί και πολλών άλλων συναδέλφων του ανά τη χώρα, απέναντι στις προβλέψεις του νέου νόμου, πέρα από τον θεατρινισμό της, φαίνεται να αμφισβητεί θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Ο κ. πρύτανης δικαιολογεί τη μη υπογραφή της διαπιστωτικής πράξης, για τη σύσταση εφορευτικής επιτροπής για την προετοιμασία της εκλογής των εσωτερικών μελών του συμβουλίου διοίκησης, με το επιχείρημα ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Μπορεί να έχει δίκιο και πράγματι ο νέος νόμος να είναι αντισυνταγματικός. Ομως θα πρέπει να ξέρει ότι ο ίδιος είναι αναρμόδιος να κρίνει την αντισυνταγματικότητα. Στην Ελλάδα τη σχετική αρμοδιότητα έχουν τα δικαστήρια και κανένας άλλος. Μέχρι αυτά να αποφανθούν οι νόμοι εφαρμόζονται. Αλλά κι αυτά ακόμα τα δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα να καταργήσουν ένα νόμο, παρά μόνο να μην εφαρμόσουν, κατά τη διαδικασία έκδοσης μιας απόφασης, εκείνη τη συγκεκριμένη διάταξη νόμου που θεωρούν αντισυνταγματική.
Ο νόμος άλλωστε είναι, κατά τεκμήριο, η κορυφαία έκφραση της λαϊκής βούλησης αφού ψηφίζεται από την πλειοψηφία των βουλευτών, δηλαδή τους εκπροσώπους του έθνους. Ο συγκεκριμένος μάλιστα νόμος υποστηρίχθηκε από την πρωτόγνωρη πλειοψηφία των 5/6 των Ελλήνων βουλευτών ή, κατά τεκμήριο, από τους εκπροσώπους περίπου του 90% του ελληνικού λαού.
Ο κ. Μυλόπουλος εκτίθεται σε μια μάχη οπισθοφυλακών. Στο παρελθόν, αρθρογράφησε, κατά κόρον, για την κρίση του νεο-φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, με τις συνήθεις γενικόλογες κοινοτοπίες που ένας πανεπιστημιακός θα έπρεπε να αποφεύγει, υπερασπίσθηκε με πάθος το πανεπιστημιακό άσυλο, παρά τις ασέλγειες που αυτό επέτρεψε, και δήλωσε «παρών» στο περίφημο επεισόδιο της ζαρντινιέρας. Η μοίρα το έφερε να ζήσει την κρίση και αποδόμηση του ελληνικού κρατισμού και μάλιστα με κυβέρνηση των πρώην «συντρόφων» του.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5 του νέου νόμου ο κ. πρύτανης δεν θα έπρεπε να είναι καν καθηγητής. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «ο υποψήφιος σε θέση καθηγητή οποιασδήποτε βαθμίδας πρέπει απαραιτήτως να έχει ολοκληρώσει ένα από τους τρεις κύκλους σπουδών εκτός του Ιδρύματος στο οποίο επιθυμεί να εκλεγεί». Ο κ. Μυλόπουλος είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ (1982), κάτοχος διδακτορικού από το ίδιο τμήμα (1987) και μέλος ΔΕΠ σε αυτό από το 1990. Είναι, λοιπόν, επόμενο και λογικό να πιστεύει ότι το ΑΠΘ είναι ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο.
Μπορεί κάποιοι να τον θεωρήσουν ότι είναι τοπικό προϊόν για τοπική κατανάλωση, αλλά ως γνήσιος εκπρόσωπος του μεταπολιτευτικού πανεπιστημίου διέπρεψε ως πανεπιστημιακός συνδικαλιστής και ανταμείφθηκε πέρυσι εκλεγόμενος πρύτανης. Δεν είναι ο μόνος. Η εικόνα που συχνά εκπέμπουν οι πανεπιστημιακές ηγεσίες σήμερα είναι θλιβερή και εκφράζει μεγάλο μέρος των αδιεξόδων που έχουμε μπροστά μας. Διοικήσεις χωρίς όραμα, αντιδραστικές σε κάθε αλλαγή που θίγει τα «κεκτημένα», οι οποίες δεν διστάζουν να πολικαντίσουν, συναλλασσόμενες με ισχνές αλλά οργανωμένες μειοψηφίες σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Το κόστος υπήρξε τεράστιο. Ομως, μέχρι σήμερα, δεν το αισθανόμασταν όσο έπρεπε. Οσο υπήρχαν λεφτά και οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ απορροφούνταν από τον μεγάλο δημόσιο τομέα, η ποιότητα της πανεπιστημιακής παιδείας μπορούσε να είναι «δημοκρατική» και χαμηλή. Σήμερα, που πρέπει να ξαναγίνουμε ανταγωνιστικοί και να αποδειχθούμε καλύτεροι από τον Τούρκο και τον Βούλγαρο γείτονά μας, αν θέλουμε να είμαστε πιο πλούσιοι, ο ρόλος του πανεπιστημίου καθίσταται κρίσιμος και εθνικά αναντικατάστατος.
Το πανεπιστήμιο είναι από τη φύση του ο κατεξοχήν χώρος αριστείας μιας κοινωνίας. Εκεί που οι πιο άξιοι μπορούν ελεύθερα να δημιουργήσουν χωρίς τους συμβιβασμούς των συμμαχιών των μετρίων. Στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατικο-φροσύνης, το ελληνικό πανεπιστήμιο κυβερνήθηκε συντεχνιακά και αναξιοκρατικά ερήμην της ελληνικής κοινωνίας.
Δυστυχώς, εδώ που έφτασαν τα πράγματα ύστερα από χρόνια παρακμής, είναι αμφίβολο αν το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τις δυνάμεις για να αναγεννηθεί. Γι’ αυτό πρέπει η μεταρρύθμιση να συμπληρωθεί με την άρση του κρατικού μονοπωλίου. Ισως τότε, ξεκινώντας από την αρχή και σε ολότελα νέες βάσεις, να δημιουργηθούν νησίδες αριστείας, τις οποίες η χώρα αξίζει και έχει ανάγκη.
Στο μεταξύ, ήρθε ο καιρός το πανεπιστήμιο να επιστρέψει στην ελληνική κοινωνία στην οποία ανήκει και από την οποία χρηματοδοτείται. Και ταυτόχρονα ας ξεκουραστούν και οι πρυτάνεις από τον αγώνα τους εναντίον της νομιμότητας! Μαζί με το συμπλήρωμά τους, τους φοιτητοπατέρες, τους οποίους εκτρωματικά εξέθρεψε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα και που για χρόνια παρασίτησαν σε βάρος της εκπαίδευσης και του δημόσιου συμφέροντος. Τα λεφτά και τα ψέματα τελείωσαν.
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/726976/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/o-prytanhs-kai-o-nomos